
Στίχοι : Δημήτρης Αποστολάκης
Έμαθα πολύ γρήγορα να ξεχωρίζω αυτό το λουλούδι. Πάνω στον πλανήτη του μικρού πρίγκιπα, υπήρχαν πάντα πολύ απλά λουλουδάκια, στολισμένα με μια μονάχα σειρά από πέταλα και που δεν έπιαναν και πολύ τόπο και που δεν ενοχλούσαν κανένα. Ένα πρωινό ξεπηδούσαν ανάμεσα στο χορτάρι κι ύστερα χάνονταν το βράδυ.
Μα κείνο εκεί το λουλούδι είχε φυτρώσει μια μέρα, από ένα σπόρο φερμένο κανείς δεν ξέρει από πού, κι ο μικρός πρίγκιπας το είχε παρακολουθήσει από πολύ κοντά αυτό το κλωναράκι που καθόλου δεν έμοιαζε με τ' άλλα κλωναράκια. Θα μπορούσε να 'ναι ένα καινούριο είδος μπαομπάμπ.
Μα το δεντράκι γρήγορα σταμάτησε να ψηλώνει, άρχισε μάλιστα να ετοιμάζεται να πετάξει λουλούδι. Ο μικρός πρίγκιπας που το παρακολουθούσε συνέχεια κι έβλεπε να βγαίνει ένα τεράστιο μπουμπούκι, ένιωθε πως θα πετιόταν κάτι θαυμαστό, μα το λουλούδι δεν σταματούσε να ετοιμάζεται για να γίνει όμορφο, προφυλαγμένο από το πράσινο δωματιάκι του. Με πολύ προσοχή, διάλεγε τα χρώματά του. Ντυνόταν χωρίς βιασύνη. Ταίριαζε ένα-ένα τα πέταλά του. Δεν θα 'θελε να παρουσιαστεί τσαλακωμένο όπως οι παπαρούνες. Δεν ήθελε να παρουσιαστεί παρά μονάχα μέσα στην τέλεια ακτινοβολία της ομορφιάς του. Ε! ναι! Ήταν πολύ φιλάρεσκο, ήθελε ν' αρέσει! Ο μυστηριώδης στολισμός του είχε κρατήσει, λοιπόν, μέρες και μέρες. Κι ύστερα, να που ένα πρωί, ακριβώς τη ώρα που έβγαινε ο ήλιος, έκανε την εμφάνισή του.
Και τότε το λουλούδι, που τόσο με ακρίβεια είχε δουλέψει, είπε καθώς χασμουριόταν:
- Αχ! μόλις ξύπνησα... Σας ζητάω συγνώμη... Είμαι ακόμη αχτένιστη...
Τότε ο μικρός πρίγκιπας δεν μπόρεσε να συγκρατήσει το θαυμασμό του:
- Πόσο όμορφο είσαι!
- Δεν είναι έτσι; απάντησε ψιθυριστά το λουλούδι. Κι έχω γεννηθεί την ίδια στιγμή που γεννήθηκε κι ο ήλιος...
Ο μικρός πρίγκιπας κατάλαβε πως ήταν λίγο ξιπασμένο, όμως ήταν και τόσο γοητευτικό!
- Νομίζω ότι είναι η ώρα για το πρόγευμα, πρόσθεσε αμέσως μετά, θα 'χετε την καλοσύνη να με σκεφτείτε...
Κι ο μικρός πρίγκιπας πολύ μπερδεμένος, αφού έφερε ένα ποτιστήρι με δροσερό νερό, περιποιήθηκε το λουλούδι.
Έτσι πολύ γρήγορα άρχισε να τον στενοχωρεί με την κάπως ύποπτη ματαιοδοξία του.
Μια μέρα, σαν παράδειγμα, καθώς μιλούσε για τα τέσσερα αγκάθια του, είχε πει στον μικρό πρίγκιπα:
- Μπορεί να 'ρθουν οι τίγρεις, με τα νύχια τους!
- Δεν υπάρχουν τίγρεις στον πλανήτη μου, παρατήρησε ο μικρός πρίγκιπας, κι έπειτα οι τίγρεις δεν τρώνε χορτάρι.
- Εγώ δεν είμαι χορτάρι, είχε απαντήσει ψιθυριστά το λουλούδι.
- Συγχωρείστε με...
- Καθόλου δεν με φοβίζουν ο τίγρεις, μα με τρομάζουν τα ρεύματα του αέρα... Δεν έχετε κάποιο παραβάν;
«Την τρομάζουν τα ρεύματα του αέρα... δεν είναι κάτι που φέρνει τύχη σ' ένα φυτό», είχε παρατηρήσει ο μικρός πρίγκιπας. Κάπως πολύπλοκο είναι τούτο το λουλούδι...»
- Το βράδυ θα με βάζετε κάτω από ένα γυάλινο δοχείο.
- Κάνει πολύ κρύο εδώ, σε σας. Είναι κάπως άβολα. Εκεί απ' όπου έχω έρθει...
Αλλά δεν συνέχισε... Είχε έρθει με μορφή σπόρου. Δεν μπορούσε να ξέρει τίποτε από άλλους κόσμους. Ταπεινωμένο που άφησε να το τσακώσουν καθώς ετοιμαζόταν να πει ένα ψέμα τόσο ολοφάνερο, είχε βήξει δυο ή τρεις φορές για να κάνει μικρό πρίγκιπα να στενοχωρηθεί:
- Εκείνο το παραβάν;...
- Πήγα να το πάρω, αλλά μου μιλήσατε!
Τότε εκείνο δυνάμωσε το βήχα του για να κάνει το μικρό πρίγκιπα να νιώσει τύψεις που έγινε αιτία να κρυολογήσει. Έτσι εκείνος, παρ' όλη την καλή του θέληση, εξαιτίας της αγάπης του, γρήγορα άρχισε να κυριεύεται από αμφιβολίες. Πήρε στα σοβαρά λόγια χωρίς σημασία κι είχε γίνει πολύ δυστυχισμένος.
«Δεν θα 'πρεπε να το είχα ακούσει, μου εμπιστεύτηκε, δεν πρέπει ποτέ ν' ακούμε τα λουλούδια. Πρέπει να χαιρόμαστε την ομορφιά τους και το άρωμά τους.
Το δικό μου γέμιζε με αρώματα τον πλανήτη μου, μα δεν ήξερα να τ' απολαύσω».
Μου εκμυστηρεύτηκε ακόμη:
- Δεν κατάφερα τίποτε να καταλάβω, τότε! Θα 'πρεπε να το κρίνω από τις πράξεις και όχι από τα λόγια του. Με πλημμύριζε αρώματα και λάμψη. Ποτέ δεν θα είχα μπορέσει να φύγω. Θα έπρεπε να είχα μαντέψει την τρυφερότητα, πίσω από τα άγαρμπα καμώματά του. Τα λουλούδια είναι τόσο αντιφατικά! Αλλά ήμουν πολύ νέος για να ξέρω να τ' αγαπώ.
Α! μικρέ πρίγκιπα, κατάλαβα έτσι λίγο-λίγο τη μικρή μελαγχολική σου ζωή. Για πολύν καιρό δεν είχες άλλη διασκέδαση από το να χαίρεσαι τα υπέροχα χρώματα που σκόρπιζε βασιλεύοντας ο ήλιος. Έμαθα τούτη την καινούρια λεπτομέρεια το πρωί της τέταρτης μέρας όταν μου είπες:
- Πολύ μου αρέσουν τα ηλιοβασιλέματα. Πάμε να δούμε ένα ηλιοβασίλεμα...
Μα πρέπει να περιμένουμε...
- Να περιμένουμε τι;
- Να περιμένουμε μέχρι να πέσει ο ήλιος. Στην αρχή φάνηκες να ξαφνιάζεσαι κι ύστερα γέλασες με τον ίδιο σου τον εαυτό. Και μου είπες:
- Πάντα νομίζω πως είμαι στο σπίτι μου!
Πραγματικά, όταν είναι μεσημέρι στην Αμερική, στη Γαλλία, όλος ο κόσμος το ξέρει, ο ήλιος βασιλεύει. Δεν θα χρειαζόταν παρά να μπορεί κανείς να πάει στη Γαλλία σ' ένα λεπτό για να χαρεί το ηλιοβασίλεμα. Δυστυχώς, όμως, η Γαλλία είναι πάρα πολύ μακριά. Πάνω στο μικρό σου πλανήτη, όμως, θα σου ήταν αρκετό να τραβήξεις την καρέκλα σου μερικά βήματα πιο πέρα. Και τότε θα 'βλεπες το δειλινό κάθε φορά που θα το 'θελες...
- Μια μέρα είδα τον ήλιο να βασιλεύει σαραντατρείς φορές!
Και λίγο μετά, πρόσθεσε:
- Ξέρεις... όταν είναι κανείς έτσι λυπημένος, του αρέσουν τα ηλιοβασιλέματα...
- Τη μέρα που τα είδες σαραντατρείς φορές ήσουνα, λοιπόν, τόσο πολύ λυπημένος;
Μα ο μικρός πρίγκιπας δεν απάντησε.
Ο τέταρτος πλανήτης ήταν εκείνος όπου καθόταν ένας «μπίζνεσμεν», ένας επιχειρηματίας. Ο άνθρωπος αυτός ήταν τόσο πολύ απασχολημένος που δεν σήκωσε μήτε το κεφάλι του όταν πήγε ο μικρός πρίγκιπας.
- Καλημέρα, του είπε, το τσιγάρο σας είναι σβηστό.
- Τρία και δύο κάνουν πέντε. Πέντε κι εφτά, δώδεκα. Δώδεκα και τρία δεκαπέντε. Καλημέρα. Δεκαπέντε κι εφτά εικοσιδύο. Εικοσιδύο και έξι εκοσιοχτώ. Δεν μου μένει καιρός για να το ανάψω ξανά. Εικοσιέξι και πέντε, τριανταένα. Ουφ! Όλα μαζί, λοιπόν, μας κάνουν πεντακόσια ένα εκατομμύρια, εξακόσιες εικοσιδύο χιλιάδες εφτακόσια τριάντα και ένα.
- Πεντακόσια εκατομμύρια, τι;
- Ε! Ακόμη εδώ είσαι εσύ; Πεντακόσια ένα... δεν ξέρω πια... Έχω τόσο πολλή δουλειά! Εγώ είμαι σοβαρός, καθόλου δεν μ' αρέσουν οι χαζοκουβέντες ! Δυο και πέντε εφτά...
- Πεντακόσια εκατομμύρια τι; ξαναρώτησε ο μικρός πρίγκιπας, που σ' όλη του τη ζωή ποτέ δεν υποχωρούσε αν δεν έπαιρνε απάντηση στην ερώτησή του.
Ο επιχειρηματίας σήκωσε το κεφάλι:
- Τώρα και πενηντατέσσερα χρόνια που κατοικώ σε τούτο τον πλανήτη, δεν μ' έχουν διακόψει παρά μόνο τρεις φορές. Την πρώτη φορά, πάνε από τότε εικοσιδυό χρόνια, από μια χρυσόμυγα που έπεσε, ένας θεός ξέρει από πού. Βούιζε με τόσο φοβερό θόρυβο που έκανα τέσσερα λάθη σε μια πρόσθεση. Τη δεύτερη φορά, έχουν περάσει έντεκα χρόνια τώρα πια, ήταν τότε που, εξαιτίας των ρευματισμών μου, είχα πάθει μια κρίση. Βλέπεις, μού λείπουν οι ασκήσεις. Δεν μού περισσεύει καιρός για να χαζογυρίζω πέρα-δώθε. Εγώ, είμαι σοβαρός άνθρωπος. Η τρίτη φορά... είναι τούτη 'δω! Έλεγα, λοιπόν, πεντακόσια ένα εκατομμύρια...
- Εκατομμύρια τι;
Ο επιχειρηματίας κατάλαβε πως δεν είχε καμιά ελπίδα να τον αφήσει ήσυχο.
- Εκατομμύρια από κείνα τα μικρά πραγματάκια που βλέπουμε μερικές φορές στον ουρανό.
- Μύγες;
- Μα όχι, μικρά πραγματάκια που λαμποκοπάνε.
- Μέλισσες;
- Μα όχι, μικρά χρυσά πραγματάκια που κάνουν τους χασομέρηδες να ονειρεύονται.
-Α!... Αστέρια;
- Πολύ σωστά. Αστέρια.
- Και τι θα κάνεις πεντακόσια εκατομμύρια αστέρια;
- Πεντακόσια ένα εκατομμύρια εξακόσιες εικοσιδυό χιλιάδες εφτακόσια τριάντα και ένα. Είμαι σοβαρός εγώ, είμαι ακριβής.
- Και τι θα τα κάνεις αυτά τ' αστέρια;
- Τι θα τα κάνω;
-Ναι.
-Τίποτε. Θα τα έχω στην κατοχή μου.
- Θα έχεις στην κατοχή σου τ' αστέρια;
- Ναι.
- Μα έχω δει κιόλας ένα βασιλιά που...
- Οι βασιλιάδες δεν έχουν στην κατοχή τους τίποτε. «Βασιλεύουν» μόνο πάνω τους. Αυτό είναι κάτι πολύ διαφορετικό.
- Και σε τι χρησιμεύει να 'χεις στην κατοχή σου αστέρια;
- Μου χρησιμεύει γιατί έτσι θα είμαι πλούσιος.
- Και σε τι θα σου είναι χρήσιμο να είσαι πλούσιος; -Θα αγοράσω άλλα αστέρια, αν βρεθεί κανένα. «Τούτος εδώ, σκέφτηκε ο μικρός πρίγκιπας, έχει την ίδια περίπου λογική με το μπεκρή μου». Ωστόσο, έκανε μερικές ακόμη ερωτήσεις:
- Πως μπορείς να έχεις στην κατοχή σου τ' αστέρια;
- Σε ποιον ανήκουν; ανταπάντησε γκρινιάρικα ο επιχειρηματίας.
- Δεν ξέρω. Σε κανένα.
- Τότε ανήκουν σε μένα, γιατί πρώτος εγώ τα σκέφτηκα.
- Φτάνει αυτό;
- Και βέβαια! Όταν βρίσκεις ένα διαμάντι που δεν ανήκει σε κανένα, είναι δικό σου. Όταν βρίσκεις ένα νησί που δεν ανήκει σε κανένα, είναι δικό σου. Κι όταν έχεις μια ιδέα πρώτος, την κατοχυρώνεις και τότε είναι δικιά σου. Κι εγώ έχω στην κατοχή μου τ' αστέρια αφού ποτέ άλλος κανείς εκτός από εμένα δεν είχε σκεφτεί να γίνει κάτοχός τους.
- Ναι, αυτό είναι αλήθεια, είπε ο μικρός πρίγκιπας. Και τι θα τα κάνεις;
- Θα τα διαχειρίζομαι. Τα λογαριάζω και τα ξανα-λογαριάζω, είπε ο επιχειρηματίας. Δεν είναι καθόλου εύκολη δουλειά. Όμως εγώ είμαι ένας άνθρωπος σοβαρός!
Ο μικρός πρίγκιπας δεν ήταν ακόμη ικανοποιημένος.
- Εγώ, είπε, αν έχω ένα φουλάρι, μπορώ να το ρίξω γύρω από το λαιμό μου και να το πάρω μαζί μου. Αν έχω ένα λουλούδι, μπορώ να το κόψω και να το πάρω μαζί μου φεύγοντας. Μα εσύ δεν μπορείς να κόψεις τ' αστέρια!
- Όχι, αλλά μπορώ να τα βάλω στην τράπεζα.
- Τι θέλεις να πεις μ' αυτό;
- Θέλω να πω ότι γράφω σ' ένα μικρό χαρτί τον αριθμό των αστεριών μου. Κι ύστερα βάζω το χαρτί αυτό σ' ένα συρτάρι και το κλειδώνω.
- Κι αυτό είναι όλο;
- Αυτό είναι αρκετό!
«Πολύ διασκεδαστικό, μα την αλήθεια, σκέφτηκε ο μικρός πρίγκιπας. Και αρκετά ποιητικό. Μα δεν είναι και πολύ σοβαρό».
Πάνω σε σοβαρά θέματα, ο μικρός πρίγκιπας είχε ιδέες πολύ διαφορετικές από τις ιδέες των μεγάλων.
- Εγώ, είπε, έχω ένα λουλούδι που το ποτίζω κάθε μέρα. Έχω τρία ηφαίστεια που τα καθαρίζω από τις καπνιές κάθε βδομάδα. Γιατί καθαρίζω κι εκείνο που έχει σβήσει. Ποτέ δεν ξέρει κανείς. Έχουν όφελος τα ηφαίστειά μου όπως και το λουλούδι μου που τα έχω. Όμως από σένα, κανένα όφελος δεν έχουνε τ' αστέρια...
Ο επιχειρηματίας άνοιξε το στόμα μα δεν βρήκε τίποτε να πει, κι ο μικρός πρίγκιπας έφυγε.
« Σίγουρα οι μεγάλοι είναι ολότελα παράξενοι άνθρωποι», σκέφτηκε απλά, καθώς συνέχιζε το ταξίδι. "